πολυπικραίνω

πολυπικραίνω
και πολυπρικαίνω / πολυπικραίνω ΝΜ
1. πικραίνω πολύ, δίνω μεγάλη πίκρα, πολλή θλίψη σε κάποιον
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πολυπικραμένος και πολυπρικαμένος και, μσν. τ., πολυπικραμμένος, -η, -ο(ν)
α) αυτός που δοκίμασε πολλή πίκρα, ο βαθιά λυπημένος
β) αυτός που έφερε πολλή πίκρα, ο θλιβερός (α. «μια μέρα θλιβερή, μια μέρα πικραμένη» β. «τὴν πολυπικραμένην ἡμέραν», Διγ. Ακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + πικραίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυπικραμένος — η, ο βλ. πολυπικραίνω …   Dictionary of Greek

  • πολυπρικαίνω — Ν βλ. πολυπικραίνω …   Dictionary of Greek

  • πολυπρικαμένος — η, ο, Ν βλ. πολυπικραίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”